- παντρολόγημα
- το [παντρολογώ](ιδίως στον πληθ.) τα παντρολογήματαοι συζητήσεις για σύναψη γάμου, τα προξενέματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παντρολόγημα — το συνηθ. πληθ. παντρολογήματα οι διαπραγματεύσεις για γάμο, τα προξενιά: Το κορίτσι μεγάλωσε κι όπου να ναι θ αρχίσουν τα παντρολογήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανδρολόγημα — το βλ. παντρολόγημα … Dictionary of Greek